σκουφώνω

σκουφώνω
σκεπάζω το κεφάλι κάποιου με σκούφο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκουφώνω — Ν [σκούφος] καλύπτω το κεφάλι κάποιου με σκούφο ή προμηθεύω κάποιον με σκούφο …   Dictionary of Greek

  • σκούφωμα — το, Ν [σκουφώνω] η ενέργεια τού σκουφώνω, η τοποθέτηση σκούφου στο κεφάλι κάποιου ή η προσφορά σκούφου σε κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”